ἐξιπώκατον

ἐξιπώκατον
ἐξῑπώκατον , ἐκ-ἰπόω
press
perf ind act 2nd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξιπώ — ἐξιπῶ, όω (Α) 1. πιέζω βαριά («ώς ἐμοῡ γε τῷ ξύλῳ τὸν ὦμον ἐξιπώκατον», Αριστοφ.) 2. ξεραίνω τελείως 3. καθαρίζω (κυρίως το πεπτικό σύστημα). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιπώ «πιέζω» (< ίπος «βάρος που πιέζει»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”